- κλήσειν
- κλῄσεινκλείω 1shut: fut inf act (attic epic )κλῄζω 1make famous: fut inf act (attic epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κλῄσειν — κλείω 1 shut fut inf act (attic epic) κλῄζω 1 make famous fut inf act (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek